ἁλμῶν

ἁλμῶν
ἅλμη
sea-water
fem gen pl
ἁλμάω
become mildewed
pres part act masc voc sg
ἁλμάω
become mildewed
pres part act neut nom/voc/acc sg
ἁλμάω
become mildewed
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
ἁλμάω
become mildewed
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αλμών — I Αρχαία ονομασία του μικρού ποταμού Λατίου που εκβάλλει στον Τίβερη, νοτιοδυτικά της Ρώμης. Σήμερα λέγεται Ακουατάτσιο. Στον Α. εξαγνίζονταν κάθε χρόνο στις 27 Μαρτίου όσοι ήθελαν να θυσιάσουν στην Κυβέλη. Εκεί έπλεναν και το ομοίωμα της θεάς,… …   Dictionary of Greek

  • Ἄλμων — Ἄλμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”